Quantcast

Οικονομία και γεωπολιτική αβεβαιότητα

γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*

*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Πόση ζημιά μπορεί να κάνει στην οικονομία η γεωπολιτική αβεβαιότητα; Η απάντηση είναι «από μικρή έως μεγάλη», ανάλογα με το μέγεθος της αβεβαιότητας και της ανθεκτικότητας της οικονομίας. Επηρεάζει την κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, δηλαδή τις βασικές συνιστώσες πάνω στις οποίες βασίζεται η προοπτική της ανάπτυξης. Οι καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν ποια είναι τα σημερινά και μελλοντικά εισοδήματά τους. Οταν αυτά είναι άγνωστα, γίνονται επιφυλακτικοί, καθώς δεν γνωρίζουν τι θα τους ξημερώσει αύριο, αν θα έχουν δηλαδή τη δυνατότητα να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες. Συνειδητά απέχουν από την τρέχουσα κατανάλωση, ξοδεύουν δηλαδή λιγότερα χρήματα.

Οι επενδυτές, με τη σειρά τους, θέλουν να γνωρίζουν επακριβώς τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα των επενδύσεών τους, γιατί εάν αυτές γίνουν, είναι εξαιρετικά δύσκολο και δαπανηρό να αναιρεθούν. Καθώς επικαιροποιείται η πληροφόρηση, ο επενδυτής διαπιστώνει ότι οι πιθανότητες για να ληφθούν καλύτερες, πιο «ενημερωμένες» αποφάσεις αυξάνονται, αναμένοντας την επιπρόσθετη πληροφόρηση η οποία θα προέλθει από τον τερματισμό της παρατεταμένης αβεβαιότητας.

Με άλλα λόγια, ο επενδυτής ανακαλύπτει ότι η αναβολή της λήψης απόφασης για επένδυση σήμερα, δοθείσης της έλλειψης επαρκούς πληροφόρησης λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί, μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη επενδυτική απόφαση στο μέλλον, μετά τον τερματισμό της αβεβαιότητας. Τέλος, η αβεβαιότητα αυξάνει το ρίσκο για τους εξαγωγείς, καθώς αυτοί δεν γνωρίζουν με ποιους ακριβώς όρους θα ασκήσουν τη δραστηριότητά τους.

Η πορεία του χρηματιστηρίου, οι τιμές του χρυσού και του πετρελαίου και η πορεία των επιτοκίων αντανακλούν την επίδραση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας στην οικονομία. Για παράδειγμα, αμέσως μετά την πρόσφατη ένταση στις σχέσεις Ισραήλ - Ιράν τα χρηματιστήρια (συμπεριλαμβανομένου του Χρηματιστηρίου Αθηνών) παρουσίασαν νευρικότητα, με υποχώρηση του Γενικού Δείκτη τιμών. Το πετρέλαιο σημείωσε ράλι πάνω από τα 92 δολάρια το βαρέλι, λίγο πριν από το πολεμικό σκηνικό Ιράν - Ισραήλ, ενώ ο χρυσός, που θεωρείται ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές, σημείωσε άνοδο στην τιμή του, κοντά στο ιστορικό υψηλό.

Τέλος, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες, αναγνωρίζοντας τις γεωπολιτικές κρίσεις και τη δυσκολία τιθάσευσης του πληθωρισμού, αναθεωρούν τις αισιόδοξες προβλέψεις τους για πολλαπλές μειώσεις επιτοκίων. Ας έρθουμε, όμως, και στα δικά μας. Η ελληνική οικονομία δεν αποτέλεσε εξαίρεση από τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης. Αρχικά, υπήρξε νευρικότητα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όμως αυτό σταδιακά επανάκαμψε.

Είναι προφανές ότι στην τρέχουσα συγκυρία, η δυναμική της οικονομίας, με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τα (πάνω από τον στόχο) πρωτογενή πλεονάσματα, καταφέρνει να απορροφήσει τις επιπτώσεις της γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Αυτό, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, φάνηκε ιδιαίτερα στην πορεία των εξαγωγών: οι ελληνικές εξαγωγές παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος για δύο διαδοχικά τρίμηνα (Αύγουστος 2023 - Ιανουάριος 2024), με σωρευτικές απώλειες της τάξης του 9% της ανόδου που πέτυχαν κατά τη δυναμική περίοδο 2020-2023, όταν τα ελληνικά προϊόντα αύξησαν το μερίδιό τους στις ευρωπαϊκές εξαγωγές κατά ¼ (σε 0,52% από 0,43% το 2019).

Ωστόσο, εμβαθύνοντας στα δεδομένα διαπιστώνεται ότι, παρά την πτώση, τα ελληνικά προϊόντα συνεχίζουν να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα, καθώς οι απώλειες του τελευταίου εξαμήνου ήταν μικρότερες από τη μέση αύξηση των εξαμήνων της δυναμικής περιόδου (0,6 δισ. έναντι 1,0 δισ. ευρώ).

Επίσης, τα ελληνικά προϊόντα (εξαιρουμένου του διαχρονικά αδύναμου κλάδου ένδυσης) διατήρησαν αλώβητο το αυξημένο μερίδιο που πέτυχαν κατά την εν λόγω περίοδο.Τον Φεβρουάριο, οι ελληνικές εξαγωγές επανήλθαν σε θετικό έδαφος (+4%, εξαιρουμένων ελαιόλαδου και βαμβακιού), ενώ οι παραγγελίες για τον μήνα Μάρτιο είναι ανοδικές.